Ειρηναίος Α’

Ειρηναίος Α’
(Εμμανουήλ Σκοπελίτης, Σάμος 1939 –). Πατριάρχης Ιεροσολύμων και πάσης Παλαιστίνης (2001–). Εγκαταστάθηκε στα Ιεροσόλυμα το 1953 όπου και φοίτησε στην εκεί πατριαρχική σχολή, ενώ στη συνέχεια σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε διάκονος το 1959 και πρεσβύτερος το 1965. Έναν χρόνο αργότερα (1966) έλαβε το οφίκιο του αρχιμανδρίτη. Διετέλεσε μέγας αρχιδιάκονος του θρόνου, παρασκευοφύλακας, τελετάρχης των πατριαρχείων, αρχισυντάκτης του περιοδικού Νέα Σιών, πρόεδρος του εκκλησιαστικού πρωτοδίκου δικαστηρίου και από το 1979 έως το 2001 έξαρχος του Παναγίου Τάφου στην Ελλάδα. Το 1981 εξελέγη και χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Ιεραπόλεως, το 1994 ονομάστηκε μητροπολίτης και στις 13 Αυγούστου 2001 εξελέγη πατριάρχης Ιεροσολύμων και πάσης Παλαιστίνης ως Ειρηναίος Α’. Κατά τη μακρόχρονη πορεία του στην Ελλάδα, ως έξαρχος του Παναγίου Τάφου (1979-2001), οργάνωσε, ανασυγκρότησε και ανέδειξε τα ιερά μετόχια του πατριαρχείου Ιεροσολύμων, επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη διάσωση και συντήρηση των ιερών κειμηλίων, καθώς επίσης και για την προβολή της ελληνορθόδοξης παρουσίας στους Αγίους Τόπους, συνεργαζόμενος αποτελεσματικά με τις αρμόδιες ελληνικές διοικητικές και εκκλησιαστικές αρχές. Το 2002 τέλεσε λειτουργία στον Ναό της Γεννήσεως, στη Βηθλεέμ, μετά τη λήξη της πολιορκίας των Παλαιστινίων που κατέφυγαν εκεί για να γλιτώσουν από τις ισραηλινές δυνάμεις. Ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Ειρηναίος (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εἰρηναῖος — peaceful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειρηναίος — I (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός, γνωστός και με το λατινικό όνομα Minucius Pacatus. Μαθήτευσε κοντά στον Ηλιόδωρο τον μετρικό και, όπως προκύπτει από το λατινικό όνομά του, είναι πιθανό ότι δίδαξε για ένα διάστημα και στη Ρώμη. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • Εἰρήναιος — Εἰρήναῑος , Εἰρηναῖος peaceful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ειρηναίος — ο κύρ. όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰρηναῖον — εἰρηναῖος peaceful masc acc sg εἰρηναῖος peaceful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρηναῖα — εἰρηναῖος peaceful neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρηναῖοι — εἰρηναῖος peaceful masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ириней (Месархакис) — Митрополит Ириней Μητροπολίτης Εἰρηναῖος Митрополит Ламбийско Сивритосский и Сфакийский c 14 февраля 1990 года Церковь …   Википедия

  • Iranaeus — Irénée de Lyon Pour les articles homonymes, voir Irénée. Saint Irénée Irénée de Lyon ou saint Irénée (en grec ancien …   Wikipédia en Français

  • Iren. Haer. — Irénée de Lyon Pour les articles homonymes, voir Irénée. Saint Irénée Irénée de Lyon ou saint Irénée (en grec ancien …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”